- Σατανική
- Σατανικόςadversaryfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σατανικῇ — Σατανικός adversary fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σατανικῆι — Σατανικῇ , Σατανικός adversary fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εωσφόρος — I Βιβλικό πρόσωπο. Ο αρχηγός των αγγέλων, που κυριεύτηκε από αλαζονεία και κατέπεσε από τη θέση του μαζί με το 1/3 των αγγέλων και έγινε διάβολος, σατανάς και πνεύμα του κακού (Αποκάλ. Ιωάννη ιβ’, 4 και Λουκά ι’, 18). II Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος… … Dictionary of Greek
λιχάς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κήρυκας του Ηρακλή, είναι γνωστός από το έργο του Σοφοκλή Τραχινίαι. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ηρακλής, μετά την επιτυχία της εκστρατείας της Οιχαλίας, είχε φέρει σπίτι του αιχμάλωτη την πριγκίπισσα της Οιχαλίας,… … Dictionary of Greek
μηχανομάντευμαν — μηχανομάντευμαν, τὸ (Μ) δόλια και σατανική προφητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + μάντευμα] … Dictionary of Greek
σατανογνώμων — ονος, ὁ, Μ αυτός που έχει σατανική γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σατανᾶς + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω)] … Dictionary of Greek
Λοτρεαμόν, κόμης του- — (Comte de Lautreamont, Μοντεβίδεο, Ουρουγουάη 1846 – Παρίσι 1870). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Γάλλου ποιητή Ισιντόρ Λισιέν Ντικάς (Isidore Lucien Ducasse). Γιος ενός προξενικού υπαλλήλου στο Μοντεβίδεο, εγκαταστάθηκε το 1859 στη Γαλλία με σκοπό να… … Dictionary of Greek
Μέρλιν — Πρόσωπο της κελτικής μυθολογίας. Το όνομά του έχει ουαλική προέλευση και εμφανίστηκε για πρώτη φορά κατά το πρώτο μισό του 12ου αι. στα έργα του Γοδεφρείδου του Movμάουθ. Ήταν μάγος και προφήτης, ενώ ο βίος του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με… … Dictionary of Greek